τεμπέλιασμα

τεμπέλιασμα
το
νωχέλεια, εγκατάλειψη φροντίδων, «σπαρίλα».

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεμπέλιασμα — το, Ν [τεμπελιάζω] το να τεμπελιάζει κανείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”